- δεκαπενθήμερος
- bimensuel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεκαπενθήμερος — η, ο 1. όποιος διαρκεί δεκαπέντε μέρες 2. (για περιοδικά έντυπα, φυλλάδια κ.λπ.) αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκαπενθήμερο η δεκαπενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + ημέρα. Η λ. δεκαπενθήμερος μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
δεκαπενθήμερος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ημερών: Πήρε δεκαπενθήμερη άδεια. 2. αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Το περιοδικό του συλλόγου μας είναι δεκαπενθήμερο. 3. το ουδ. ως ουσ., δεκαπενθήμερο διάστημα δεκαπέντε ημερών και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαπενθημερία — και δεκαπενταμερία, η 1. χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών 2. αμοιβή εργασίας δεκαπέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπενθήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek